Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Καλησπέρα με Ζαχάρα:

Θυμάμαι το πρώτο μου σκασιαρχείο το έκανα στην τρίτη δημοτικού. Για μια ολόκληρη σχεδόν σχολική χρονιά έπαιρνα την τσάντα μου και αντί για το σχολείο πήγαινα στο παρκάκι με τους τεράστιους θάμνους. Ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση και στα χώματα είχα πλάσει τον δικό μου φανταστικό κόσμο, όπου τα πάντα ήταν μαγικά… Οι θάμνοι έκρυβαν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι κι εκεί μέσα ήταν το αποκλειστικά δικό μου παραμυθένιο βασίλειο. Σε αυτό υπήρχαν μόνο τιτιβίσματα πουλιών και όχι η στρυφνή και αυστηρή φωνή της κυρίας Αγγελικής, που μονάχα το άκουσμά της προκαλούσε φόβο και σφίξιμο στις παιδικές μας καρδιές. Η κυρία Αγγελική ήταν γύρω στα πενήντα με βαμμένο πλατινέ μαλλί. Πάντα φορούσε κόκκινο κραγιόν. Ήταν ψηλή, εύσωμη, κορδωτή και καλοντυμένη. Επιβλητική και με ύφος αυταρχικό, μας έκανε να τρέμουμε και με τον ίσκιο της ακόμα. Τότε, καθόμασταν τρεις τρεις σε κάθε πράσινο ξύλινο θρανίο, κολλητά το κάθε παιδί πλάι με το άλλο. Κανένα παιδί δεν ήθελε να μπαίνει στη μέση, γιατί ήταν η πιο στριμωγμένη θέση και τα περιθώρια κινήσεών ήταν μηδαμινά. Εμένα αυτό δεν με πείραζε. Αλλά κάποιες φορές μούδιαζε το σώμα μου και τότε αλίμονο μου. Αν γυρνούσα λιγάκι το κεφάλι λοξά, η τιμωρία ήταν άμεση, δηλαδή δύο ξυλιές και ρεζίλεμα στον πίνακα. Γενικά στην τάξη επικρατούσε ατμόσφαιρα εκκλησίας. Ακόμα και οι ανάσες των παιδιών στο μάθημά της γίνονταν με οικονομία, γιατί, αν ενοχλούσαν την κυρία, τότε αλί και τρισαλί… Σε εκείνο το μικρό πάρκο, λοιπόν, καθισμένη στο θρόνο μου φτιαγμένο από χώμα, φύλλα και πέτρες, τα δάχτυλά μου έπλαθαν με χωματένιους σβόλους κάθε λογής μαγικό. Επιπλέον, δεν γέμιζαν φουσκάλες από τις απανωτές ξυλιές με την σκληρή ορθογωνισμένη βέργα που χρησιμοποιούσε η κυρία- την είχε κάνει ειδική παραγγελία από ξύλο ακακίας-. Η κυρία Αγγελική καθημερινά επιδείκνυε ιδιαίτερο ζήλο και δεξιοτεχνία, όταν κατέβαζε με δύναμη και μανία τη βέργα πάνω στις ανοιχτές παλάμες μας και αλίμονο αν τις μαζεύαμε από τον πόνο. Όχι, δεν ήθελε να χτυπάει στα δάχτυλα. Προτιμούσε να πετυχαίνει στο στόχο της, την τελείως τεντωμένη και ανοιχτή παλάμη. Αν εμείς προσπαθούσαμε φοβισμένα να ξεφύγουμε, τότε στρίγγλιζε: -Άνοιξε και τέντωσέ τα καλά! Θα σου δείξω εγώ! Θα σε κάνω άνθρωπο εγώ, για να με θυμάσαι. Εκείνος ο ήχος της βέργας όταν έσκαγε πάνω στο λιγοστό κρέας της παλάμης, έφτανε μέχρι τα μικροκαμωμένα κοκαλάκια και μετά…π ό ν ο ς! Όχι,όχι… στο βασίλειό μου ήταν όλα πολύ καλύτερα. Καμία βέργα δε με απειλούσε και είχα κάθε λογής ζουζούνι για πιστό μου ακόλουθο. Ήταν τα καλύτερα φιλαράκια μου, οι καλύτεροι σύντροφοι στο παιχνίδι και στο όνειρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου