Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ζαχάρα, η θύελλα της καρδιάς:

Ένα μεγάλο χαμόγελο, που αποκαλύπτει δυο σειρές κατάλευκων δοντιών, τραβά το βλέμμα μου στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ανήκει σε ξανθομάλλικο όμορφο κεφάλι αγοριού. Καθώς γελά με όλη του την καρδιά, το κεφάλι του γέρνει στα αριστερά ανήμπορο να κρατηθεί όρθιο. Το αγόρι κάθεται σε ηλεκτρική αναπηρική καρέκλα, είναι παραπληγικό. Δεν είναι μόνο του, το συνοδεύουν άλλα τρία αγόρια, που περιμένουν να περάσουν κι αυτά απέναντι, για να έρθουν στη δική μου πλευρά του δρόμου. Θα ήθελα πολύ να ακούσω τι λένε. Η χαρά στο πρόσωπο του ξανθού αγοριού είναι γνήσια, επίμονη. Τα μάτια του είναι τεράστια, γαλάζια, φωτεινά. Στηρίζει το κεφάλι του για μερικές στιγμές, πριν γείρει στο πλάι σαν αδύναμο κλαράκι που το φυσά ο βοριάς. Το χαμόγελό του στραβώνει στο στόμα, αλλά παραμένει εκεί ζεστό, επίμονο. Το ξανθό αγόρι κάτι λέει στους φίλους του, γελούν κι αυτοί. Αισθάνομαι πολλή μικρή κι αχάριστη συγκρινόμενη με το αγόρι τούτο. Το φανάρι ανάβει πράσινο. Το αγόρι πιέζει λοξά το μοχλό και το αναπηρικό καρότσι ξεκινά την πορεία του για το απέναντι πεζοδρόμιο. Οι φίλοι του περπατούν στο πλάι του. Το συνοδεύουν. Το αγόρι ανεξάρτητο τραβά μπροστά με το καρότσι του. Όλοι οι άλλοι θόρυβοι τριγύρω έχουν απομονωθεί και το μόνο που ακούγεται είναι ο σιγανός ηλεκτρικός ήχος από τις ρόδες του αναπηρικού καροτσιού, που κυλούν με σταθερή ταχύτητα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Επιταχύνω το βήμα και περνώ απέναντι στο σημείο που στεκόταν η παρέα του ξανθού αγοριού. Δίπλα μου ένας άλλος τσιριχτός ήχος διαμαρτυρίας αιχμαλωτίζει την ακοή μου. Ένας μεσήλικας άντρας Ρομά σκουντάει ένα αυτοσχέδιο πρώην παιδικό καρότσι με μεγάλες ρόδες. Στη θέση της κούνιας έχει τοποθετήσει ένα μεγάλο ταλαιπωρημένο χαρτόκουτο και το έχει στερεώσει με παλιά, χοντρά σχοινιά. Μέσα στο καρότσι υπάρχει ένα μελαχρινό, αδύνατο αγοράκι, όρθιο. Πιάνεται σφιχτά από τα χαρτόκουτα. Είναι περίπου τεσσάρων με πέντε χρονών. Βρώμικο, ατημέλητο, αχτένιστο, ντυμένο με παλιά φθαρμένα ρούχα που πλέουν πάνω του. Κοιτάει μπροστά. Το βλέμμα στο μελαχρινό παιδικό προσωπάκι είναι άδειο, απλανές. Ο πατέρας του σπρώχνει το καρότσι άτονα, με κατεβασμένους τους ώμους του. Σέρνει τα βήματα του. Στο γερασμένο βλέμμα του κυριαρχεί η απόγνωση και η θλίψη. Οι σκουριασμένες ρόδες του κατεστραμμένου παιδικού καροτσιού στριγγλίζουν πάνω στην άσφαλτο. Αυτοκίνητα τους προσπερνούν με ταχύτητα. Οδηγοί, επιβάτες, περαστικοί αποστρέφουν αδιάφορα, υποτιμητικά το βλέμμα τους. Αυτό που δε βλέπουμε, δεν υπάρχει. Μια χρονική στιγμή, δύο καρότσια, δύο παιδιά. Η ευτυχία, τελικά, είναι μια περίεργη λέξη. Ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσει κάποιος για να την αισθανθεί γνήσια μέσα στο πετσί του;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου