Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ



Κατηφορίζει τον κεντρικό δρόμο της πόλης ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ένας παππούς και μια γιαγιά. Ζάρες βαθιές στα πρόσωπα τους. Ατελείωτες. Είναι τα τσακίσματα του χρόνου που δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Καμπουριασμένα τα κορμιά τους.
Μάτια γαλήνια και βλέμματα που κουβαλούν το βαρύ φορτίο των όσων έχουν δει στην πορεία της ζωής τους.
Έχει και σήμερα παγωνιά. Ντυμένοι και οι δυο με φτωχικά βαριά παλτό μιας άλλης εποχής, με σκουφιά πολυκαιρισμένα στα κεφάλια και μάλλινα κασκόλ τυλιγμένα γύρω από το λαιμό τους. Βαστούν στα χέρια τους από ένα μπαστούνι, η γιαγιά στο δεξί χέρι και ο παππούς στο αριστερό. Σε αυτά στηρίζουν τα γέρικα βήματά τους. Σκυφτοί προσέχουν μόνο τα τσιμέντα που πατούν.
Τους αντικρίζεις και νιώθεις πως ακόμα βαστιούνται σφιχτά από το χέρι. Δεν είναι ο παππούς και η γιαγιά, αλλά το παλικάρι που βαστά από το χέρι την αγάπη της ζωής του. Βηματίζουν στο ίδιο τέμπο, δεξί, αριστερό και πάλι δεξί. Συντονισμένοι στις σκέψεις και στις έγνοιες. Συντονισμένοι και οι ήχοι των μπαστουνιών τους.
Της μιλάει σιγανά, απαλά, τρυφερά.
Του χαμογελά λοξά και του απαντά με νάζι.
Διαμαρτύρεται αυτός χαμογελαστός. Έχει μάθει στις γυναίκες δεν πάνε κόντρα, όταν διεκδικούν το δίκιο τους.
Σταματάει ο παππούς μπροστά σε έναν κάδο σκουπιδιών. Σταματά για λίγο και η γιαγιά. Ανοίγει το καπάκι του. Τον κοιτά βιαστικά.
"Άδειος" λέει ο ηλικιωμένος άντρας.
"Πάμε παρακάτω" του απαντά η ηλικιωμένη γυναίκα ήρεμα, σαν να έχει συνηθίσει στη ζωή της να ψάχνει στα σκουπίδια των άλλων, των δικών μας.
Συνεχίζουν στον δικό τους ησυχαστικό, πράο ρυθμό.
Συνεχίζουν να προχωρούν στωικά.
Οι μορφές τους έσβησαν. Το φως λιγόστεψε...
(όχι μόνο κυριολεκτικά)
(03/02/14 Μ.Π.)