Μπορεί
να μην ήταν αυτό το όνομά του, μα όσα
ψέλλισαν τα χείλη του ήταν αληθινά…
Σε ένα προσφυγικό ψαροχώρι γεννήθηκε ο Κωσταντής. Χάδι μάνας δεν γνώρισε ποτέ του, οι άγγελοι την πήραν κοντά τους μόλις άκουσαν το κλάμα του, για να του μάθουν από το ξεκίνημα τι πάει να πει ζωή… Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κατοχή τα είχαν ονομάσει, μα ίσως θα έπρεπε να τα πουν σκοτάδι τρομακτικό. Πείνα αβάσταχτη έβρισκε τους ανθρώπους που κούρνιαζαν αδύναμα σε μια άκρη του δρόμου περιμένοντας να τους λυτρώσει ο θάνατος. Την ψυχή του στιγμάτισαν τα μάτια των νεκρών που μπροστά του έχασαν σε μια στιγμή τη λάμψη τους… Και τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει, να ζήσει τη ζωή του στ’ άκρα για να σωθεί.
Σε ένα προσφυγικό ψαροχώρι γεννήθηκε ο Κωσταντής. Χάδι μάνας δεν γνώρισε ποτέ του, οι άγγελοι την πήραν κοντά τους μόλις άκουσαν το κλάμα του, για να του μάθουν από το ξεκίνημα τι πάει να πει ζωή… Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Κατοχή τα είχαν ονομάσει, μα ίσως θα έπρεπε να τα πουν σκοτάδι τρομακτικό. Πείνα αβάσταχτη έβρισκε τους ανθρώπους που κούρνιαζαν αδύναμα σε μια άκρη του δρόμου περιμένοντας να τους λυτρώσει ο θάνατος. Την ψυχή του στιγμάτισαν τα μάτια των νεκρών που μπροστά του έχασαν σε μια στιγμή τη λάμψη τους… Και τότε κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει, να ζήσει τη ζωή του στ’ άκρα για να σωθεί.
Στο
σεργιάνι της ζωής του Κωσταντή χορεύουν
πραγματικοί ήρωες, κρυμμένοι πίσω από
ψεύτικα ονόματα που εμείς επιλέξαμε να
τους δώσουμε, για να μην πληγωθούν ξανά.
Κάποιοι από αυτούς έχουν φύγει από καιρό
μακριά μας και κάποιοι άλλοι είναι ακόμα
κοντά μας και διεκδικούν το μερτικό
τους.